Loϊc Wacquant, ΓΚΕΤΟ, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 118|2005, 145-163


Παρόλο που οι κοινωνικές επιστήμες έχουν κάνει εκτεταμένη χρήση του «γκέτο» ως περιγραφικού όρου, έχουν αποτύχει να κατασκευάσουν μια εύρωστη αναλυτική έννοια γι ' αυτό, και βασίζονται στις κοινές αντιλήψεις που θεωρούνται σε κάθε εποχή ως δεδομένες στην υπό εξέταση κοινωνία. Το παρόν άρθρο δομεί μια σχεσιακή έννοια του γκέτο ως διπρόσωπου οργάνου εθνοφυλετικού αποκλεισμού και ελέγχου, αντλώντας από την ιστοριογραφία για την εβραϊκή διασπορά στην αναγεννησιακή Ευρώπη, την κοινωνιολογία που εξετάζει την εμπειρία των μαύρων της Αμερικής στη φορντιστική μητρόπολη και την ανθρωπολογία που μελετάει τους εθνικά απόκληρους στην ανατολική Ασία. Αυτό αποκαλύπτει ότι το γκέτο είναι ένα κοινωνικό-οργανωτικό τέχνασμα, αποτελούμενο από τέσσερα στοιχεία (στιγματισμός, περιορισμός, χωρικός αποκλεισμός και θεσμικός εγκλεισμός), που μεταχειρίζεται το χώρο για να συμφιλιώσει τους δύο αντίθετους σκοπούς της οικονομικής εκμετάλλευσης και του κοινωνικού εξοστρακισμού. Το γκέτο δεν είναι μια «φυσική περιοχή» συγγενής με την «ιστορία της μετανάστευσης» (όπως υποστήριξε ο Louis Wirth), αλλά μια ειδική μορφή συλλογικής βίας που συγκεκριμενοποιείται σε αστικό χώρο. Το να ξεκαθαρίσουμε την έννοια του γκέτο μάς επιτρέπει να ξεδιαλύνουμε τη σχέση ανάμεσα στη γκετοποίηση, την αστική φτώχεια και τον κοινωνικό διαχωρισμό, και στη συνέχεια να διευκρινίσουμε τις δομικές και λειτουργικές διαφορές ανάμεσα στα γκέτο και τις εθνικές συναθροίσεις. Αυτό μας επιτρέπει επίσης να φωτίσουμε το ρόλο του γκέτο ως συμβολικού εκκολαπτήριου και μήτρας που παράγουν στιγματισμένη ταυτότητα, ενώ υποδηλώνει ότι το γκέτο θα έπρεπε να μελετηθεί κατ' αναλογία προς άλλους θεσμούς, που στοχεύουν στον αναγκαστικό περιορισμό των αποστερημένων και ατιμασμένων ομάδων, όπως ο τόπος κράτησης, το στρατόπεδο προσφύγων και η φυλακή.

Follow EKT: