Σε αυτό το κείμενο ο όρος «ετερότητα» εξετάζεται κάτω από τέσσερις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη την τοποθετεί σε μια γενεαλογία επιστημονικών και πολιτικών εννοιολογικών εργαλείων τα οποία περιγράφουν και αποτιμούν τις κοινωνίες των σύγχρονων πόλεων και επισημαίνει ότι η χρησιμοποίηση της έννοιας «ετερότητα» σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα απομάκρυνσης από εξισωτικούς λόγους και πολιτικές. Η δεύτερη διερευνά τη σχέση μεταξύ ετερότητας και ανισότητας, εμπνευσμένη από τις επεξεργασίες του François Dubet (2010) όσον αφορά τη σχέση μεταξύ άνισων ταξικών θέσεων και άνισων ευκαιριών. Στο πλαίσιο της τρίτης οπτικής συζητείται η σχέση μεταξύ ετερότητας και χωρικής κινητικότητας, με επικέντρωση στην εμποδιζόμενη κινητικότητα της εργασίας, την οποία νομιμοποιεί κυρίως η ουσιοκρατική αντίληψη της ατομικής ετερότητας. Η τέταρτη και τελευταία οπτική γωνία αφορά σε ένα σχόλιο για τη σχέση ετερότητας και δημοκρατίας, το οποίο επικεντρώνεται στο ότι η αυξημένη χρήση του όρου «ετερότητα» στον πολιτικό λόγο συμβαδίζει όλο και περισσότερο με τον περιορισμό της δημοκρατίας όσον αφορά τις ουσιαστικές επιλογές, αλλά και τον περιορισμό εκείνων των πολιτικών δικαιωμάτων που κυρίως ενσαρκώνουν αυτή την ετερότητα. Συνολικά, το κείμενο τονίζει την αμφίσημη σχέση μεταξύ πολιτικών και λόγων που προωθούν την ετερότητα, από τη μια πλευρά, και προγραμμάτων για περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων, από την άλλη, όταν τα δικαιώματα των ομάδων στις οποίες αναφέρεται η ετερότητα βασίζονται σε παγιωμένες ταυτότητες και σε ουσιοκρατικά αντιληπτές διαφορές.