Μία από τις πιο σημαντικές μοντέρνες σημασιολογικές θεωρίες περί μεταφοράς ταυτίζει τη μεταφορά με την παρομοίωση. Η εν λόγω αντίληψη βασίζεται εν γένει στο κριτήριο της ομοιότητας και της αντικειμενικής αναλογίας μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού και υπακούει στις επιταγές της αποκωδικοποίησης του μεταφορικού νοήματος μ' ένα κυριολεκτικό ισοδύναμο του. Σκοπός του άρθρου είναι να καταδείξει το μη λειτουργικό χαρακτήρα της στις τολμηρές μεταφορές του σουρεαλισμού, τις δομικές διαφορές μεταξύ μεταφοράς και παρομοίωσης και την ανάγκη μιας διαφορετικής προσέγγισης της σουρεαλιστικής μεταφοράς, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη ρηματική έκφραση και τη γλωσσική δομή της, θεωρώντας την πρώτα απ' όλα ως γλωσσικό φαινόμενο. Στη συνέχεια με βάση το corpus των ποιητικών μεταφορών του Μπρετόν και του Ελουάρ, το οποίο απαρτίζεται από τις συλλογές της περιόδου 1924-1934, αναλύεται ο ονοματικός τύπος της γενικής και παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά και τα είδη της. Διαπιστώνεται ο ενιαίος χαρακτήρας του περιεχομένου και των τριών ειδών του τύπου της γενικής, ο οποίος βασίζεται στη σχέση της «ταυτοποίησης» ανάμεσα στους δύο όρους/ουσιαστικά. Η εν λόγω ισοδυναμία και ταύτιση των δύο ονοματικών όρων καταργεί τις έννοιες του μεταφορικού και κυριολεκτικού, του ανόμοιου και του οικείου μέσα από μία συνεχή μετάλλαξη της ταυτότητας τους. Συνεπώς, η σουρεαλιστική ονοματική μεταφορά με γενική δε λειτουργεί ούτε ως συντμημένη παρομοίωση ούτε ως παράβαση κάποιας νόρμας (écart/norme). Πρόκειται μάλλον για μία αντι-μεταφορά, όπου το μόνο trasferì που λαμβάνει χώρα είναι από το υλικό του υποσυνείδητου στη ρηματοποιημένη μορφή του.