Στη μελέτη του με τίτλο «Οι πηγές της έμπνευσης του Κάλβου», ο Κ.θ. Δημαράς επέμεινε ιδιαίτερα στη «συγκίνηση» που ενέπνευσε την Ωδή «Ο Φιλόπατρις », συγκίνηση που «υπήρξε αρκετά ισχυρή για να επιζήσει στην επίπονη αισθητική επεξεργασία». Όμοια, ο Οδυσσέας Ελύτης, στο γνωστό δοκίμιο που τιτλοφορείται «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», υποστήριξε πως στην Ωδή αυτή «το αίσθημα διατηρεί ακόμα την ένταση μιας ευνόητης φλόγας». Αντίθετα, από τη συστηματική φιλολογική μελέτη του Filippo Maria Pontani «L'Ode a Zante di Kalvos» συνάγεται πως στην περιγραφή της Ζακύνθου δεν υπάρχει ίσως ούτε ίχνος προσωπικού βιώματος. Φαίνεται, δηλαδή, πως η εικόνα του νησιού έχει κατασκευαστεί σε υψηλότατο ποσοστό από υλικά που προέρχονται από την ποίηση του Foscolo και αποτελεί έτσι ένα τυπικό ποιητικό παλίμψηστο. Τα προσωπικά βιώματα του Κάλβου στο σημείο αυτό είτε ήταν ανίσχυρα είτε, πράγμα πιθανότερο, δεν επιδίωξαν να διασπάσουν τη συμπαγή επιφάνεια που είχε διαμορφώσει η αισθητική τού νεοκλασικισμού και η ιδεολογία της αναπαραγωγής του προτύπου. Στην αυθεντία του Ομήρου, του Ησιύδου, του Θεόκριτου και του Βιργιλίου και όχι στις προσωπικές του αναμνήσεις κατέφυγε ο Foscolo για να κατασκευάσει την εικόνα της Ζακύνθου και με τη σειρά του, ο ιταλοθρεμμένος Κάλβος κατέφυγε, κατά κύριο λόγο, στην αυθεντία του Foscolo. Το παρόν άρθρο εξετάζει, εντελώς ενδεικτικά, δύο στοιχεία που συνδέονται με το παλίμψηστο της καλβικής Ζακύνθου. Συγκεκριμένα ανιχνεύει: α) τη «στρατηγική της οικειοποίησης», με εργαλείο την οποία ο Foscolo οικοδομεί την εικόνα της Ζακύνθου (που κληρονομεί ο Κάλβος), δίνοντας της μια θέση ισότιμη όχι μόνο προς τα ησιόδεια Κύθηρα αλλά και προς την ομηρική Ιθάκη· β) το ποιητικό διακείμενο μιας ανορθογραφίας («κήτρων»), η οποία αποδίδει το φωσκολικό «cedro» («κίτρο» και «κέδρος») και, μέσω αυτού, εγγράφει τα ταπεινά εσπεριδοειδή στην ομηρική και την ησιόδεια βίβλο της καταγωγής του νησιού.