Περίληψη:
Το βιβλίο αποτελεί μια μελέτη της συγκρότησης του πληθυσμού, των δημογραφικών συμπεριφορών και της κοινωνικοεπαγγελματικής σύνθεσης της Αθήνας την περίοδο 1900-1960. Πρόκειται για πρωτογενή έρευνα και εργασία
υποδομής, που η αναλυτική και συστηματική της παρουσίαση επιχειρεί να απαντήσει, έως ένα βαθμό, στις μέχρι τώρα ελλείψεις της ελληνικής ιστοριογραφίας για την ιστορία του ελληνικού αστικού πληθυσμού. Για τον
σκοπό αυτό, αξιοποιείται μια κλασική πηγή της ιστορικής δημογραφίας, οι ληξιαρχικές πράξεις γάμου του Δήμου Αθηναίων της περιόδου 1910-1960, που αποτελούν εδώ για πρώτη φορά αντικείμενο ιστορικής εξέτασης. Η μελέτη
βεβαίως χρησιμοποιεί και δημοσιευμένες πηγές, ιδίως τα αποτελέσματα των απογραφών του πληθυσμού της περιόδου 1907-1961 και της φυσικής κίνησης του πληθυσμού από το 1921 έως το 1960, καθώς και τους Οδηγούς της
Ελλάδος του Νικολάου Γ. Ιγγλέση, κυρίως του 1910 και του 1921.
Η μελέτη αποτελείται από τρία ξεχωριστά κεφάλαια. Το πρώτο αφορά την ένταξη του πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων στο ευρύτερο εθνικό πλαίσιο αλλά και στο χώρο. Την υπό μελέτη περίοδο ο Δήμος Αθηναίων γνώρισε μεγάλες
Το βιβλίο αποτελεί μια μελέτη της συγκρότησης του πληθυσμού, των δημογραφικών συμπεριφορών και της κοινωνικοεπαγγελματικής σύνθεσης της Αθήνας την περίοδο 1900-1960. Πρόκειται για πρωτογενή έρευνα και εργασία υποδομής, που η αναλυτική και συστηματική της παρουσίαση επιχειρεί να απαντήσει, έως ένα βαθμό, στις μέχρι τώρα ελλείψεις της ελληνικής ιστοριογραφίας για την ιστορία του ελληνικού αστικού πληθυσμού. Για τον σκοπό αυτό, αξιοποιείται μια κλασική πηγή της ιστορικής δημογραφίας, οι ληξιαρχικές πράξεις γάμου του Δήμου Αθηναίων της περιόδου 1910-1960, που αποτελούν εδώ για πρώτη φορά αντικείμενο ιστορικής εξέτασης. Η μελέτη βεβαίως χρησιμοποιεί και δημοσιευμένες πηγές, ιδίως τα αποτελέσματα των απογραφών του πληθυσμού της περιόδου 1907-1961 και της φυσικής κίνησης του πληθυσμού από το 1921 έως το 1960, καθώς και τους Οδηγούς της Ελλάδος του Νικολάου Γ. Ιγγλέση, κυρίως του 1910 και του 1921.
Η μελέτη αποτελείται από τρία ξεχωριστά κεφάλαια. Το πρώτο αφορά την ένταξη του πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων στο ευρύτερο εθνικό πλαίσιο αλλά και στο χώρο. Την υπό μελέτη περίοδο ο Δήμος Αθηναίων γνώρισε μεγάλες αλλαγές: ο πληθυσμός του πολλαπλασιάστηκε 4,5 φορές ενώ η έκταση του Δήμου συρρικνώθηκε με τις δεκάδες αποσπάσεις κατά τη δεκαετία του 1920 και 1930, για να δημιουργηθούν νέοι δήμοι. Συνέπεια των αποσπάσεων ήταν να αποδυναμωθεί ο Δήμος Αθηναίων ως σημαίνων πόλος στο αστικό δίκτυο και το βάρος να μετατοπιστεί συνολικά στην Περιφέρεια Πρωτευούσης. Τη δεκαετία του 1950, η δημογραφική ανάπτυξη της Περιφέρειας Πρωτευούσης γινόταν σύμφωνα με ένα κλασικό χωροταξικό σχήμα: τα δύο αρχικά κέντρα, η Αθήνα και ο Πειραιάς, μεγάλωναν με πολύ πιο αργό ρυθμό από τους δήμους των προαστίων. Συγχρόνως, η έκταση του Δήμου Αθηναίων δεν ήταν ποτέ περιορισμένη σε σχέση με τον πληθυσμό του και δεν υπήρξαν φαινόμενα συνωστισμού αντίστοιχα με αυτά των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών της Ευρώπης. Μέχρι το 1960 ο οικιστικός ιστός δεν ήταν πολύ πυκνός ούτε είχε καλύψει το σύνολο της έκτασης του Δήμου, και μπορούσε κανείς να εντοπίσει ακόμη και εξοχικά σημεία εντός των ορίων του Δήμου. Το κέντρο της πόλης, και σήμερα, είναι το ιστορικό της κέντρο και συγκεντρώνει όλες τις εμπορικές, διοικητικές, πολιτιστικές, οικονομικές και άλλες λειτουργίες, των οποίων η μερική και σταδιακή αποκέντρωση έμελλε να γίνει τον 21ο αιώνα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά της δομής και της σύνθεσης του πληθυσμού, η εξέλιξη των βασικών δημογραφικών μεγεθών και αναδεικνύεται ο ρόλος της μετανάστευσης στην πληθυσμιακή συγκρότηση της πρωτεύουσας. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, την περίοδο 1900-1960, διαφοροποιήθηκαν αισθητά από τον εθνικό μέσο όρο σε αρκετούς τομείς που αφορούν τη δημογραφία αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο. Ο αριθμός των κατοίκων της Αθήνας αυξανόταν διαρκώς και κατακτούσε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό τόσο στον αστικό πληθυσμό όλης της χώρας όσο και στον συνολικό πληθυσμό της. Επιπλέον από πόλη υπεροχής των ανδρών μετατράπηκε σε πόλη υπεροχής των γυναικών, λόγω των αλλαγών στα χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού ρεύματος. Η άλλη σοβαρή επίπτωση αυτών των αλλαγών ήταν η μείωση του ποσοστού των παιδιών και των νέων κάτω των δέκα πέντε ετών στον αθηναϊκό πληθυσμό, σχεδόν αποκλειστικά λόγω της μεγάλης αύξησης των ενήλικων μεταναστών. Οι περιοχές που τροφοδοτούσαν την πρωτεύουσα με μετανάστες διατηρήθηκαν σχεδόν οι ίδιες πάνω από έναν αιώνα, από το δεύτερο μισό του 19ου έως το 1960, δηλαδή κυρίως οι διάφοροι νομοί της Πελοποννήσου και τα νησιά των Κυκλάδων . Στην Αθήνα οι ξένοι πολίτες ήταν μάλλον λίγοι, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η μεγάλη διαφορά, ωστόσο, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, που επικύρωνε την υπεροχή της πρωτεύουσας ως χώρου πολιτισμού και ελευθερίας ήταν η Αθηναία που ήξερε να γράφει και να διαβάζει.
Το τρίτο κεφάλαιο ερευνά τις δημογραφικές συμπεριφορές των κατοίκων της πρωτεύουσας: με επίκεντρο τον γάμο και με βάση τις ληξιαρχικές πράξεις γάμου του Δήμου, έγινε προσπάθεια να καταδειχθούν οι κανόνες και οι κοινωνικές πρακτικές που τον διέπουν, καθώς και η κοινωνική και γεωγραφική κινητικότητα των διάφορων κοινωνικοεπαγγελματικών ομάδων και των δύο φύλων. Η συστηματική χαρτογράφηση των δεδομένων στοχεύει να εμφανίσει εύληπτα την κοινωνική κινητικότητα και την κινητικότητα στον χώρο σε μια συγκριτική προοπτική με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Αθήνα, με τον νεαρό πληθυσμό που συγκέντρωσε από τις άλλες περιοχές κατέγραψε υψηλή γαμηλιότητα, αλλά με υψηλό μέσο όρο ηλικίας κατά τον πρώτο γάμο. Παράλληλα, τόσο οι εσωτερικοί μετανάστες όσο και οι πρόσφυγες παρουσίασαν έντονα ποσοστά γεωγραφικής ενδογαμίας, πιο αδρά από τα ποσοστά επαγγελματικής ενδογαμίας. Αναδείχτηκε, ωστόσο, ότι η πρωτεύουσα μέχρι το 1960 δεν ήταν ένα αντιπαραγωγικό τέρας, ούτε από άποψη μεγέθους ούτε από την άποψη των κλάδων απασχόλησης. Τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, οι εργάτες αποτελούσαν το 13% έως 16% περίπου και οι τεχνίτες-μαγαζάτορες συγκέντρωναν το 23,6% έως 25% του πληθυσμού. Η ελίτ συγκροτούσε τουλάχιστον το 10% των Αθηναίων, τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά. Η σχετική αυτή σταθερότητα των επαγγελματικών δομών αποτελεί σαφή ένδειξη ότι μέχρι το 1960 η πρωτεύουσα δεν έχει εισέλθει σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο να καθρεφτίζεται και στην κοινωνική-επαγγελματική σύνθεση των κατοίκων της. Αναδείχτηκε τέλος και η αρχή της διαδικασίας του γεωγραφικού καταμερισμού στο χώρο μέσω της χαρτογράφησης του τόπου κατοικίας σε σχέση με την καταγωγή των κατοίκων και διαπιστώσαμε μια μετακίνηση του πληθυσμού προς συνοικίες βόρεια και ανατολικά του κέντρου.