Δ. Ναστάσε Οἱ ἀπαρχὲς τῆς οἰκουμενικῆς κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους Τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου (ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὰ 963/4) ἀκολούθησε μία θεαματική αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μονῶν τοῦ Ἄθω. Στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία, αὐτὲς οἱ μονὲς ἦταν ἑλληνικές, ἀλλὰ πολὺ γρήγορα ἐμφανίστηκαν καὶ μερικὲς μονὲς τῶν ὁποίων οἱ ἱδρυτές (ή οἱ νεοκτήτορες) καὶ οἱ μοναχοὶ ἦταν Γεωργιανοὶ (Ἴβηρες), Ἀρμένιοι, Ἰταλοὶ («Λατίνοι» ἀπὸ τὸ Βενεβέντο καὶ τὸ Ἀμάλφι, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες άπὸ τὴν Καλαβρία καὶ τὴ Σικελία), Ρῶσοι, Βούλγαροι καὶ ἀργότερα Σέρβοι. Ἔτσι δημιουργήθηκε στὸν Ἄθω μία πολυεθνικὴ μοναστικὴ κοινότητα μὲ οἰκουμενικὸ χαρακτήρα. Τὶς ἀπαρχὲς αὐτῆς τῆς κοινότητας ἐρευνᾶ ὁ συγγραφέας, στρέφοντας τὴν προσοχή του ιδιαιτέρως στὶς «ξένες» ἀθωνίτικες μονές.Θεωρεῖται ἕως τώρα ὅτι ἡ ἵδρυση αὐτῶν τῶν μονῶν ὀφείλεται στὸ πνευματικὸ κῦρος τοῦ Ἄθω καὶ ἀρχικὰ στὴν προσωπικὴ φήμη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Ἀλλὰ ἡ ἔρευνα τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐγκαθίστανται στὸν Ἄθω οἱ ξένοι μοναχοὶ ὁδηγεῖ ἀναφορικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ στὰ ἑξῆς διαφορετικὰ ἀποτελέσματα.Ἡ οἰκουμενικὴ ἀθωνίτικη κοινότητα δημιουργήθηκε μὲ τὴ θέληση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, στὰ πλαίσια ἑνὸς πραγματικὰ πολιτικοῦ προγράμματος μὲ θρησκευτικὴ μορφή. Αὐτή ἡ κοινότητα ἀντικατοπτρίζει πιστά, κατὰ τὴν πρώτη της φάση, τὴ στρατιωτική, πολιτική, καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐπέκταση τοῦ Βυζαντίου, ὑπὸ τὸν Νικηφόρο Φωκά, τὸν Ἰωάννη Τσιμισκῆ καὶ τὸν Βασίλειο Β', καὶ προοριζόταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἀποτελέσει ἕνα ζωντανὸ σύμβολο τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκουμένης, ποὺ ἐπικεφαλῆς της, σύμφωνα μὲ τὴ βυζαντινὴ ἰδεολογία, ἦταν οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς κοινότητας, βρισκόταν ἡ Λαύρα τοῦ Ἀθανασίου, ἐκπροσωπώντας τὴν οἰκουμενικὴ κυριαρχία αὐτῶν τῶν αὐτοκρατόρων. Ὅσον ἀφορᾶ στὶς ξένες μονές, αὐτὲς ὑποδείκνυαν καὶ ἐγγυόνταν τὴν ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς κυριαρχίας ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες τῶν ἀντίστοιχων χωρῶν. Ἔτσι εξηγεῖται γιατί, σὲ ὅλες τὶς γνωστές μας περιπτώσεις, οἱ ἱδρυτὲς καὶ πρῶτοι ἡγούμενοι αὐτῶν τῶν μονῶν (τῆς μονῆς Ἰβήρων, τῆς μονής τοῦ Λέοντα τοῦ Βενεβέντο καὶ ἀργότερα τῆς σερβικῆς μονῆς τοῦ Χιλανδαρίου) ἀνῆκαν στὶς ἡγεμονικὲς οἰκογένειες τοῦ τόπου τους: στὴν πραγματικότητα, αὐτὰ τὰ σημαντικὰ πρόσωπα ἔρχονταν στὸν Ἄθω, ὄχι μὲ τὴ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο -δηλαδὴ ἱδρύοντας ἤ ξαναχτίζοντας μία ἀθωνίτικη μονὴ- φαίνεται ὅτι ἀποδείκνυαν τὴν ὄχι καὶ τόσο σίγουρη πίστη τους πρὸς αὐτοὺς τοὺς αὐτοκράτορες, καί ἄλλοι ξένοι, εἴτε πρώην ἡγεμόνες, εἴτε ἀξιωματοῦχοι ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸ Βυζάντιο, ἤ ἀκόμα καὶ μερικὲς μεγάλες βυζαντινὲς οἰκογένειες.Ἄλλες μονὲς «ἀντιπροσώπευαν» στὴν κοινότητα περιφερειακὲς βυζαντινὲς ἐπαρχίες ποὺ ἀπειλοῦντο ἀπὸ ἐχθροὺς (ὅπως ἡ Καλαβρία) ἤ ποὺ εἶχαν ἤδη χαθεῖ, ἀλλὰ ποὺ τὸ Βυζάντιο συνέχισε νὰ διεκδικεῖ (ὅπως ἡ Σικελία).Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Βουλγαρίας (ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὰ 1018), παραχωρήθηκε στοὺς Βούλγαρους, μὲ τὴν ἴδια συμβολικὴ σημασία τῆς ὑποταγῆς τους, ἡ παλαιότερη μονὴ τοῦ Ζωγράφου». Περίπου τὴν ἴδια ἐποχή, ἡ ἵδρυση μιᾶς ρωσικῆς μονῆς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν εἴσοδο τῆς ἡγεμονίας τοῦ Κιέβου στὴ «χριστιανικὴ οἰκουμένη» καί, πιὸ συγκεκριμένα, στὴ βυζαντινὴ «ζώνη ἐπιρροής».Λίγο ἀργότερα, ὁ πρῶτος σουλτάνος τοῦ Ροὺμ ἀναγνώρισε τυπικὰ τὴν κυριαρχία τοῦ Ἀλεξίου Α' τοῦ Κομνηνοῦ: ἔτσι ἱδρύθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἡ μονὴ τοῦ Κουτλουμουσίου, ὁ κτήτωρ τῆς ὁποίας ἦταν ἕνας σελτζοῦκος πρίγκηπας ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν «Qutlumuš», ποὺ ἔγινε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο χριστιανὸς ὀρθόδοξος καὶ ἁγιορείτης μοναχός.Αὐτὲς οἱ τελευταῖες περιπτώσεις δείχνουν ὅτι ἡ «διεθνὴς ἀναγνώριση» νέων κρατῶν -χριστιανικῶν καὶ μὴ- ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καί, συνεπῶς, ὅτι μέσω τῆς οἰκουμενικῆς ἀθωνίτικης κοινότητας ποὺ εἶχε δημιουργήσει, τὸ Βυζάντιο μποροῦσε νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ διεθνὴ χῶρο ἀκόμα κ'ἐκεῖ ποὺ δὲν κατάφερε νὰ τὸ πετύχει μὲ τὴν ἰσχὺ τῶν ὅπλων.Ἡ ἔρευνα σταματᾶ στὰ 1204, ὁπότε ἡ ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἰσέρχεται σὲ μία καινούργια φάση, μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφέας ἀσχολήθηκε ἀλλοῦ.Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἔρευνας, δείχνουν ὅτι ὁ ρόλος ποὺ ἔπαιξε τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἄλλων λαῶν, ὀρθόδοξων καὶ μή, ἦταν πολὺ πιὸ σημαντικὸς καὶ πολυδιάστατος, ἀπ' ὅ,τι θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε.