Δ. Ναστάσε Tὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, από το 1355 ὥς τὸ 1375 Ἡ μελέτη ἀναφέρεται στὴν περίοδο 1355-1375 καὶ φέρνει στὸ φῶς τὸν πρωτεύοντα ἄν καὶ ἄγνωστο ρόλο, ποὺ διαδραμάτισε ἡ ἁγιορείτικη κοινότητα μέσα στὰ πλαίσια τῆς πολιτικῆς ἑνός Ὀρθόδοξου συνασπισμοῦ: πρόκειται γιὰ τὴν πολιτικὴ ποὺ ἀκολούθησε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἐγκατάσταση τῶν Ὀθωμανῶν στὴν Εὐρώπη (1354), καὶ τὶς ἀπόπειρες γιὰ ἕνωση μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἔκαμε ὁ Ἰωάννης Ε' ὁ Παλαιολόγος, μεταξὺ τοῦ 1355 καὶ τοῦ 1369 (ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ἀσπάστηκε, στὴ Ρώμη, τὸ λατινικὸ δόγμα).Αὐτὴν ἀκριβῶς τήν ἐποχὴ παρατηρεῖται μιὰ ἀπότομη ἄνθηση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἐπιστεγάζεται μὲ τὴν ἵδρυση ἤ τὴ ριζική ἀνακαίνιση πέντε τουλάχιστον μονῶν καὶ μέ ἄλλα ἔργα. Ἀπό τὶς πηγὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ ἀσυνήθιστο φαινόμενο, οἱ πλουσιότερες εἶναι τὰ ἔγγραφα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου, ποὺ ἄρχισε μὲ ἔξοδα τοῦ βοεβόδα τῆς Βλαχίας Νικολάου-Ἀλεξάνδρου (1352- 1364) καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸ 1369-1372 χάρη στὶς δωρεὲς τοῦ γιοῦ καὶ διαδόχου του Βλαδισλάβου τοῦ Α'. Ὁ συγγραφέας ἀναλύει λεπτομερῶς αὐτὰ τὰ ἔγγραφα καὶ τὰ συσχετίζει μὲ πληροφορίες ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ σλαβικὲς καὶ ρουμανικὲς πηγές, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀθωνιτικὰ ἔγγραφα. Ἀπὸ τα τελευταῖα αὐτά, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τὸ ἱδρυτικὸ χρυσόβουλλο τῆς μονῆς ποὺ ὀνομάστηκε ἀργότερα «τοῦ Διονυσίου» (τὸ χρυσόβουλλο ἀπελύθη τὸ Σεπτέμβρη τοῦ 1374 ἀπὸ τὸν αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ἀλέξιο τὸν Γ' πρὸς τὸν γνωστὸ ἡγούμενο Διονύσιο). Ἡ ἔρευνα καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχει ἄμεση σχέση ἀνάμεσα στὴν ἀντι-ὀθωμανική καὶ άντι-λατινικὴ πολιτικὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ στὸν οἰκοδομικὸ ὀργασμὸ ποὺ παρατηρεῖται τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτό συνάγεται ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα γεγονότα, στὰ ὁποῖα ὁδηγεῖ ἡ ἐξέταση τῶν ἐγγράφων:1. Μὲ τὴ βοήθεια κυρίως τῶν ἀθωνιτῶν οἱ πατριάρχες Κάλλιστος ὁ Α' καὶ Φιλόθεος Κόκκινος συνέχισαν τὶς προσπάθειές τους γιὰ νὰ συνασπίσουν, στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς πολιτικῆς, τοὺς Ὀρθόδοξους ἡγεμόνες ποὺ ἀπειλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι.2. Οἱ πιὸ σημαντικοὶ δωρητὲς καὶ ἱδρυτὲς τῶν μονῶν, ποὺ οἰκοδομήθηκαν ἤ ἀνακαινίστηκαν κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς προσπάθειας, στρατολογήθηκαν ἀνάμεσα στοὺς ἴδιους αὐτοὺς ηγεμόνες, σὲ ἡμερομηνίες ποὺ συμβαδίζουν μὲ ἐκεῖνες κατὰ τὶς ὁποῖες προσχώρησαν στὴν πατριαρχικὴ πολιτική: τέτοιες εἶναι οἱ περιπτώσεις τοῦ Νικολάου-Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Βλαδισλάβου τοῦ Α' τῆς Βλαχίας, τοῦ δεσπότη τῶν Σερρῶν Οὔγκλεση (Uglješa) καὶ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζούντας Ἀλεξίου τοῦ Γ'.Ὅσο γιὰ τοὺς μοναχοὺς ποὺ κατέφυγαν στὴ γενναιοδωρία τῶν ἡγεμόνων αὐτῶν- ὅπως οἱ διάσημοι ἀθωνίτες ἡγούμενοι Χαρίτων καὶ Διονύσιος- δὲν ἐνήργησαν ἀπό προσωπικὴ πρωτοβουλία, ἀλλὰ ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη καὶ ἀκριβέστερα τοῦ ὀρθόδοξου συνασπισμοῦ, συνάμα πολιτικοῦ καὶ στρατιωτικοῦ, ποὺ προωθοῦσε τὸ Πατριαρχείο. Ἐπίσης, οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ δροῦσαν σὲ συντονισμὸ μὲ ἄλλους βυζαντινοὺς κληρικοὺς, ἀγιορεῖτες στὴν πλειοψηφία τους, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια ἰδιότητα καὶ στοὺς ὁποίους τὸ Πατριαρχεῖο προσπάθησε νὰ ἐξασφαλίσει θέσεις-κλειδιὰ στὶς Ἐκκλησίες τῶν ἀντίστοιχων κρατῶν.'Έτσι ἐξηγοῦνται ἡ σύγχρονη ἄφιξη στὴ Βλαχία τὸ 1369 -τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ἰωάννης Ε' προσχωροῦσε στὸν Καθολικισμὸ- τοῦ ἡγουμένου Χαρίτωνα, τοῦ δικαιοφύλακος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Δανιὴλ Κριτοπούλου καὶ τοῦ ἀθωνίτη μοναχοῦ Νικόδημου τοῦ Ἕλληνα, καθὼς καὶ οἱ σημαίνοντες ρόλοι ποὺ οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι διαδραμάτισαν στὴ ρουμανικὴ αὐτὴ ἡγεμονία: οἱ δύο πρῶτοι θὰ καταλάβουν τὶς δυὸ μητροπολιτικὲς ἕδρες τοῦ τόπου, ἐνῶ ὁ τρίτος θὰ ιδρύσει, μὲ έξοδα ποὺ θὰ καταβάλουν οἱ βοεβόδες, τὶς σημαντικὲς βλαχικὲς μονὲς τῆς Βοδίτσα καὶ τῆς Τισμάνα, ποὺ θὰ ὀργανώσει σύμφωνα μὲ τὸ ἀθωνιτικὸ τυπικὸ καὶ οἱ ὁποῖες θὰ ἐπηρεάσουν βαθύτατα τὸ ρουμανικὸ μοναστικὸ βίο.Ὡς ἐκπρόσωπος ἐπίσης τῆς πατριαρχικῆς πολιτικῆς κατέλαβε τὴ μητροπολιτικὴ ἕδρα τῆς Τραπεζούντας, τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Διονυσίου, Θεοδόσιος, πρώην ἡγούμενος τῆς ἀγιορείτικης μονής Φιλόθεου καὶ τῆς κωνσταντινουπολιτικῆς μονῆς τῶν Μαγγάνων. Τὸ χρυσόβουλλο ἱδρύσεως τῆς μονῆς Διονυσίου, ποὺ τὰ δύο ἀδέλφια ἀπέσπασαν τὸ 1374 ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο τὸν Γ', δὲν σήμαινε στὴν πραγματικότητα παρὰ τὴν ἐπικύρωση τῆς συμμετοχῆς τοῦ Μεγαλοκομνηνοῦ στὸν ὀρθόδοξο συνασπισμό, ποὺ ἀναδιοργανώνονταν μετὰ τὸ πλήγμα ποὺ εἶχε ὑποστεῖ μὲ τὴ χριστιανικὴ πανωλεθρία στὴ Μαρίτσα (1371).Ἡ ἀναδιοργάνωση αὐτὴ ὑπῆρξε, κυρίως, ἔργο τῶν ἀθωνιτῶν καί, κατὰ τὸν συγγραφέα, οἱ ἀποφάσεις γι' αὐτὴ τὴ νέα συσπείρωση τῶν δυνάμεων τῆς Ὀρθοδοξίας πάρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διαπραγματεύσεων ποὺ κατέληξαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 1375 στὴν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στὴ βυζαντινὴ καὶ τὴ σερβικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Νικόδημος ὁ Ἕλληνας ἔλαβε μέρος στὴν σύσκεψη καί, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἔρευνα, ὁ Χαρίτων συμμετεῖχε ἐπίσης στὶς συνομιλίες, ὅπου τοῦ ἀνατέθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς ἀποστολὲς: νὰ πείσει δηλαδὴ τοὺς Σέρβους -ποὺ εἶχαν χάσει πρόσφατα τὸν Ἄθω- νὰ ἐγκρίνουν τὴν ἐπικυριαρχία τοῦ Βυζαντινοῦ πατριαρχείου πάνω στὸ Ἄγιον Ὄρος, μὲ ἀντάλλαγμα ἀφ' ἑνὸς τὴν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τους, ἀφ' ἑτέρου τὴν ἀνάθεση τῆς ἀρχηγίας τῶν ὀρθοδόξων στρατιωτικῶν δυνάμεων στὸν πρίγκιπά τους Λάζαρο Χρεμπλιάνοβιτς. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ἀκόλουθο γεγονός, μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας: ἀμέσως μετὰ τὴν προσέγγιση τῶν 'Εκκλησιῶν, ὁ Χαρίτων προσέθεσε στὸν τίτλο τοῦ μητροπολίτη ποὺ εἶχε ἤδη, τὸν βαθμὸ τοῦ πρώτου τῆς ἁγιορείτικης κοινότητας.Στὸ συνασπισμὸ ποὺ ἀναδιοργανώθηκε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ συμμετεῖχαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς Σέρβους ἡγεμόνες ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, ὁ βοεβόδας τῆς Βλαχίας καὶ ὁ αὐτοκράτορας τῆς Τραπεζούντας. Ὅσο γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη, αὐτὸς ἐμφανίζεται ἀποφασιστικὰ σὰν τὸ ἡγετικὸ καὶ ὀργανωτικὸ στοιχεῖο αὐτῆς τῆς δραστηριότητας, θέση ποὺ χρωστοῦσε κατὰ πρῶτο λόγο στοὺς ἁγιορεῖτες.'Ώς τώρα ἡ ἱστορική ἔρευνα περιόριζε τὶς σχέσεις ποὺ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω (ἀνάμεσα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στοὺς ὀρθόδοξους ἡγεμόνες καὶ κράτη) στὸν τομέα τοῦ θρησκευτικοῦ βίου, ἑρμηνεύοντάς τες, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, σὰν ἐπακόλουθα τῆς πρωτοβουλίας τῶν μοναχῶν καὶ τῆς εὐσέβειας τῶν δωρητῶν. Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἔρευνας ποὺ συνοψίζονται ἐδῶ διαψεύδουν κατηγορηματικὰ αὐτὴν τὴν a priori ἰδέα, πάνω στὴν ὁποία ἑδράζεται ὅλη ἡ σχετικὴ μὲ τὸ πρόβλημα βιβλιογραφία. Οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ περιέχονται σ' αὐτὴ τὴ βιβλιογραφία πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναθεωρηθοῦν, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ βάση.Ἀλλά, οὔτε ἡ δραστηριότητα τῆς «ὀρθόδοξης ἀντιπολίτευσης» τοῦ Βυζαντίου οὔτε ό ρόλος πού διαδραμάτισε σ' αὐτὴ τὸ Ἅγιον Ὄρος περιορίζονται στὴν περίοδο 1355-1375. Οἱ πραγματικές τους διαστάσεις μποροῦν νὰ ἔλθουν στὸ φῶς μόνο ἄν γίνουν ἀντικείμενο νέων μελετῶν, μὲ τὴν προοπτικὴ πού ἀνοίχτηκε ἐδῶ.