Michalis A. Tiverios, Αρχαϊκή κεραμική από τη Σίνδο, Μακεδονικά, 25|1986, 70-87


Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η κεραμική τεσσάρων τάφων, από τους πιο χαρακτηριστικούς, του σημαντικού αρχαϊκού και κλασικού νεκροταφείου που αποκαλύφτηκε σχετικά πρόσφατα στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Και στους τέσσερις αυτούς τάφους, που χρονολογούνται στον 6ο αι. π.Χ., διαπιστώθηκε από μια μόνο ταφή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα πολλά αγγεία διαφορετικής εργαστηριακής προέλευσης που συναντούμε σ’ αυτούς (αττικά αγγεία, κορινθιακά, ιωνικά, ντόπια, ευβοϊκά, βοιωτικά), μας επιτρέπει εκτός των άλλων να προχωρήσουμε και σε χρονολογικούς συσχετισμούς. Μια σημαντική διαπίστωση από τη μελέτη της κεραμικής στους τάφους αυτούς είναι ότι τα κορινθιακά αγγεία της μέσης κορινθιακής περιόδου συνυπάρχουν μαζί με αττικά αγγεία του δεύτερου τέταρτου του 6ου αι., ενώ τα κορινθιακά αγγεία της ύστερης κορινθιακής περιόδου I με αττικά αγγεία που χρονικά καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του τρίτου τέταρτου του 6ου αι. Επίσης για μια χαρακτηριστική ομάδα βοιωτικών αγγείων, που περιλαμβάνει μικρά αγγεία διακοσμημένα με «μελανόμορφη» διακόσμηση χωρίς όμως χρήση χάραξης, τα ανασκαφικά δεδομένα οδηγούν σε μια χρονολόγηση μέσα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι.Η συνολική μελέτη της κεραμικής από το νεκροταφείο της Σίνδου δείχνει τα κορινθιακά αγγεία να προηγούνται αριθμητικά από τα αγγεία οποιουδήποτε άλλου εργαστηρίου κατά το δεύτερο τέταρτο του 6ου αι.· σε δεύτερη θέση έρχονται τα αττικά και σε τρίτη τα ιωνικά. Όμως από το 550 π.Χ. μέχρι το τέλος της χρησιμοποίησης αυτού του νεκροταφείου, τα αττικά αγγεία κυριαρχούν και ακολουθούν τα κορινθιακά, ενώ στην τρίτη θέση έρχονται τα ντόπια. Τα ιωνικά αγγεία στον 5ο αι. εξαφανίζονται, ενώ ο αριθμός των βοιωτικών και ευβοϊκών αγγείων ήταν πάντα ασήμαντος.Τα αγγεία αυτά ήταν ασφαλώς ένα από τα είδη, που μαζί με υφάσματα, αρώματα κ.λ.π., έφερναν οι Έλληνες έμποροι στους κατοίκους της περιοχής για να τα ανταλλάξουν με πολύτιμα μέταλλα και ξυλεία. Στο ερώτημα από ποια μέρη του ελληνικού κόσμου προέρχονταν οι έμποροι που έφταναν στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, δεν μπορεί να δοθεί άμεση απάντηση. Έχει επισημανθεί από την έρευνα ότι τα περισσότερα από τα νομίσματα της αρχαϊκής εποχής που βρέθηκαν στην Αίγυπτο είναι μακεδονικά και θρα κικά και ότι μαζί μ’ αυτά βρέθηκαν καί ράβδοι ή μάζες αργύρου. Επειδή δεν έχουμε καμιά ένδειξη για απ’ ευθείας σχέσεις του Β. Αιγαίου με την Αίγυπτο, οι μελετητές οδηγήθηκαν στη σκέψη ότι Χιώτες, Αιγινήτες, Κορίνθιοι,Αθηναίοι ήταν αυτοί που έφερναν στο Β. Αιγαίο τα ελληνικά αγγεία και τα άλλα προϊόντα. Από εδώ έπαιρναν για αντάλλαγμα πολύτιμα μέταλλα, τα οποία στη συνέχεια τα χρησιμοποιούσαν για να αγοράζουν σιτάρι από την Αίγυπτο. Τα ανασκαφικά δεδομένα του νεκροταφείου της Σίνδου αποκαλύπτουν ότι στην αρχαϊκή περίοδο έντονη ήταν η παρουσία εδώ και των εμπόρων από τη Ρόδο. Είναι πολύ γνωστές στην έρευνα οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις της Ρόδου με την Αίγυπτο κατά την αρχαϊκή περίοδο. Από την ανασκαφή του νεκροταφείου της Σίνδου έχουμε μια ισχυρή ένδειξη που επιβεβαιώνει τις σχέσεις ανάμεσα στην περιοχή αυτή και την Αίγυπτο με τη μεσολάβηση πιθανότατα της Ρόδου. Πρόκειται για έναν αρύβαλλο από φαγεντιανή πιθανότατα της εποχής του Φαραώ Απρίου (585-570 π.Χ.).

Ακολουθήστε το ΕΚΤ: