Από την προσάρτηση της Πόλης των Αγγέλων στις ΗΠΑ (1848), οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων της πόλης, γνωστοί ως boosters/προωθητές, σχεδίασαν μια φαντασιακή εκδοχή αυτού του νεοαποκτηθέντος χώρου που επηρεάζει την ίδια του την ταυτότητά του μέχρι σήμερα. Το ονειρεμένο Λος Άντζελες δημιουργήθηκε για να πουλήσει ένα ιδανικό και μαζί με αυτό βεβαίως και κομμάτια γης. Αυτός ο μηχανισμός υποστηρίχθηκε από μια νέο-φιλελεύθερη διακυβέρνηση που επέλεξε να αφήσει στο Εμπορικό Επιμελητήριο της πόλης να αποφασίσει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει. Το άρθρο αυτό εξετάζει την επιρροή που είχε ο φαντασιακός σχεδιασμός του Λος Άντζελες στην κατοίκηση του αστικού χώρου και πώς αυτή η φαντασιακή διάσταση της πόλης έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της ασυναγώνιστης ανάπτυξής της. Διερευνάται παράλληλα το πώς η κοινωνική κινητοποίηση προσαρμόζεται σε αυτόν τον νέο αστικό σχεδιασμό που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο είδη κανόνων, έναν πρώτο που βασίζεται σε ουτοπίες και ένα δεύτερο που φτιάχνεται από ασυμβίβαστες αλήθειες. Οι Αντζελίνος πειραματίζονται με νέους τρόπους προκειμένου να ανακτήσουν την ανθρωπινότητα της περιοχής που μοιάζει να αντιλαμβάνεται του κατοίκους της κυρίως ως κοινωνικο-οικονομικά στατιστικά δεδομένα. Η κοινωνική κινητοποίηση στο Λος Άντζελες αναγκάζεται να προσμετρήσει αυτήν την συνήθεια μυθοπλασίας και τη μυθοπλαστική διαδικασία της πόλης προκειμένου να επινοήσει τρόπους διαφυγής από αυτές και να υπάρξει σε μια πραγματικότητα καθημερινότητας έξω, την οποία ωστόσο αυτές ανταγωνίζονται. Μία ειδικά πρακτική που ορατότητα από τις αρχές του 21ου αιώνα έχει επωφεληθεί και αποκτήσει είναι το να κάνεις τέχνη του δρόμου. Αυτή η έντονα οπτική και ορατή πρακτική έγινε για το ΛΑ κοινωνικός θεσμός που τείνει να επανοηματοδοτήσει κοινωνικές αξίες και πρακτικές κοινωνικότητας.