Youlie Spantidaki, Ένα μεσαιωνικό κέντημα στο Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Μπενάκη, 9|2009,


Στις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη συγκαταλέγεται ένα ασπροκέντημα με αρ. ευρ. 28001, το κεντρικό θέμα του οποίου είναι ο Χριστός εν δόξη πλαισιωμένος από δύο αγγέλους, την Παναγία και έναν άγιο, πιθανώς τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Το κέντημα είναι κομμένο και στις δύο στενές πλευρές του, και το τμήμα που έχει διασωθεί δείχνει ότι τα πλαϊνά μέρη περιείχαν εραλδικά ζώα στο κέντρο ενός πλέγματος ρόμβων. Το γεγονός ότι το κεντρικό μέρος παρουσιάζεται κατενώπιον, ενώ το υπόλοιπο διαβάζεται από τα πλάγια, επιτρέπει την υπόθεση ότι το μεσαίο τμήμα κάλυπτε τράπεζα, ενώ το υπόλοιπο έπεφτε στα πλάγια. Λόγω μάλιστα του θέματος του κεντήματος, θεωρούμε ότι θα χρησιμοποιείτο ως κάλυμμα αγίας τράπεζας. Ομοιότητες ως προς την εικονογραφία, αλλά και τη διευθέτηση του χώρου, βρίσκουμε και σε άλλα μεσαιωνικά ασπροκεντήματα προερχόμενα από τη Γερμανία. Το ύφασμα επάνω στο οποίο στηρίζεται το κέντημα είναι λινό, κατασκευασμένο με ισομερή απλή ύφανση και έχει δύο ραφές που το χωρίζουν σε τρία μέρη. Στο κάτω τμήμα το ύφασμα έχει όλο το πλάτος με το οποίο βγήκε από τον αργαλειό και χρησιμοποιήθηκε με το υφάδι οριζόντιο, ώστε να μην υπάρχει περιορισμός στο μήκος. Το ύφασμα που χρησιμοποιείται στο πάνω μέρος έχει το μισό μήκος από αυτό του κεντήματος και είναι κομμένο στη μέση κατά πλάτος. Τα δύο κομμάτια έχουν ενωθεί το ένα δίπλα στο άλλο και η ραφή βρίσκεται στο επίπεδο της κεφαλής του Χριστού, αποτελώντας απόδειξη ότι αρχικά η μορφή του Χριστού βρισκόταν στο κέντρο του έργου. Αυτή την προσπάθεια οικονομίας, ως προς τη χρησιμοποίηση του υφάσματος, τη βρίσκουμε και σε άλλα μεσαιωνικά εργόχειρα, κεντημένα με λινή κλωστή επάνω σε λινό ύφασμα που προέρχονται από τη Γερμανία. Το γεγονός έκανε τους μελετητές να θεωρούν ότι τη συγκεκριμένη εποχή τα μοναστήρια της βόρειας Γερμανίας, στα οποία κατασκευάζονταν τα κεντήματα αυτά, ήταν πολύ φτωχά για να μπορούν να προμηθευτούν μεταξωτές κλωστές, και ακόμη και τα λινά υφάσματα έπρεπε να τα χρησιμοποιούν με πολλή φειδώ. Έτσι ένα είδος τέχνης που είχε την αφετηρία του σε οικονομικούς λόγους σιγά σιγά καθιερώθηκε σε βαθμό που σε μεσαιωνικά αρχεία τα ασπροκεντήματα αναφέρονται με τον όρο «Opus teutonicum». Η κλωστή του κεντήματος είναι λινή, δίκλωνη, με αρκετό πάχος, πολύ πιο χονδρή από αυτή του υφάσματος, και έτσι επιτυγχάνεται μια ιδιαίτερη εμφάνιση. Η ποικιλία των βελονιών που χρησιμοποιούνται είναι μικρή αλλά η εργασία έχει γίνει με πολλή τέχνη. Η πίσω πλευρά του υφάσματος είναι επίσης πολύ φροντισμένη. Έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην απόδοση της έκφρασης του κάθε προσώπου και γενικά σε όλες τις λεπτομέρειες. Η ποιότητα της κατασκευής είναι ιδιαίτερη αλλά και η ποιότητα του σχεδίου προϋποθέτει τη χρήση ενός προτύπου, το οποίο οι μοναχές προμηθεύονταν από πλανόδιους καλλιτέχνες. Τα ασπροκεντήματα εμφανίζονται από τον 12ο αιώνα αρχικά για εκκλησιαστική χρήση. Είναι μεγάλων διαστάσεων και χρησιμεύουν ως καλύμματα της αγίας τράπεζας, antepedia (καλύμματα του πρόσθιου τμήματος της αγίας τράπεζας) ή κουρτίνες της Σαρακοστής. Έως τον 14o αιώνα έχουν αποκλειστικά θρησκευτικά θέματα, ενώ αργότερα εμφανίζονται και θέματα κοσμικά. Τον 16o αιώνα διαδίδονται σε όλη την Ευρώπη. Το κέντημα του Μουσείου Μπενάκη αγοράστηκε το 1983. Είναι ένα έργο εξαιρετικής ποιότητας. Οι τεχνικές και στυλιστικές συγκρίσεις μάς επιτρέπουν να το θεωρήσουμε ως έργο γερμανικού μοναστηριού και να το χρονολογήσουμε στο δεύτερο μισό του 14oυ αιώνα.

Follow EKT: