H εργασία εξετάζει την ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη εικοσιπενταετία του 20ου αιώνα, την εποχή του «τέλους των αυτοκρατοριών» ώς ένα ιστορικό δράμα που εικονογραφεί την αριστοτελική έννοια της περιπέτειας: Έστι δε περιπέτεια ή εις τό έναντίον των πραττομένων μεταβολή (Ποιητική, 11, 1). Ανασκοπείται η μεγάλη ακμή του μικρασιατικού ελληνισμού στην οποία απέληξε ή μακρά εποχή των μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ή ακμή αυτή αποτυπώνεται κατά τις αρχές του 20ου αιώνα στη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού και την ανάπτυξη σημαντικών αστικών κέντρων, παράγοντες πού οδήγησαν και στην αύξηση του αριθμού των μητροπόλεων του Οικουμενικού θρόνου με την ίδρυση δώδεκα νέων μητροπολιτικών δικαιοδοσιών στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη μεταξύ 1900 και 1922. Σημειώνεται επίσης ότι ένα άλλο δείγμα της δημογραφικής ανάκαμψης του μικρασιατικού ελληνισμού υπήρξε ή επανεμφάνιση του ορθόδοξου μοναχισμού στη Μικρά Ασία, πέραν της περιοχής του Πόντου, όπου είχε διατηρηθεί ζωντανός διά των αιώνων λόγω της πυκνότητας του ορθόδοξου αγροτικού πληθυσμού της περιοχής. Η ακμή της εκκλησίας στην ‘Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την εποχή αύτη κατοπτριζόταν και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με την ανοικοδόμηση πολλών νέων επιβλητικών ναών στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας έως το εσωτερικό στις απόμακρες ορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας. Σε αντίθεση προς την κατάσταση αυτή της ακμής, ή εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάργηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άφησε τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία καθημαγμένη και εμπερίστατη. Στα 1923-1925 ή εικόνα της παρουσιάζεται ριζικά διαφορετική από εκείνην του 1900. Ώ ς συνέπεια της Σύμβασης της Λωζάννης της 30ής Ιανουάριου 1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, τα Οικουμενικά Πατριαρχείο απώλεσε τα σύνολο του ποιμνίου του και των μητροπόλεών του από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκε μόνο ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου, με αποτέλεσμα να παραμείνουν εντός της Τουρκικής Δημοκρατίας μόνον η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως και τέσσερις μητροπόλεις (Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκιπονήσων. Ίμβρου και Τενέδου). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίστηκε εχθρικό από τις αρχές της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας, όπως φάνηκε άπό την υποδαύλιση της κίνησης της λεγάμενης «Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας» υπό τον καθαιρεμένο ιερέα Παπαευθύμ Καραχισαρίδη και τη διαρπαγή από αυτόν τριών ναών του Πατριαρχείου στον Γαλατά. Κορύφωση των τουρκικών πιέσεων επί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε ή απέλαση του νεοεκλεγέντος Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ ' στην Ελλάδα στις 30Ίανουαρίου 1925 ώς ανταλλαξίμου. Παρά την εχθρότητα της επίσημης τουρκικής πολιτικής απέναντί του, τις ποικίλες πιέσεις και τον περιορισμό των κινήσεων των στελεχών του, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου να ανασυγκροτηθεί, να αναζωογονήσει την εκκλησιαστική ζωή στην εντός της Τουρκίας δικαιοδοσία του και να παραγάγει ένα πρότυπο μιας μη εθνικής ορθοδόξου εκκλησίας, το οποίο υπήρξε μοναδικό στη μαρτυρία του μεταξύ των άλλων ορθόδοξων εκκλησιών πού παρέμειναν στενό προσδεδεμένες στο αντίστοιχα εθνικό κράτη.