Στο κείμενο επιχειρείται η σύνδεση της κλασικής διαπίστωσης περί ενίσχυσης του ρόλου των κομματικών ηγετών στις σύγχρονες προεκλογικές εκστρατείες με την τάση διεύρυνσης των εκλεκτορικών σωμάτων επιλογής τους από τα σημερινά ευρωπαϊκά κόμματα. Παρότι η σύνδεση των δύο προβάλλει ως μάλλον αυτονόητη, καθώς η εκλογή του αρχηγού από ένα διευρυμένο σώμα μελών αυτομάτως επεκτείνει τη νομιμοποιητική βάση της ηγεσίας και, συνεπώς, αυξάνει την υπεροχή της από τα υψηλότερα και, φυσικά, τα χαμηλότερα επίπεδα της κομματικής ιεραρχίας, η εμπειρική μελέτη του βαθμού επικέντρωσης κομματικών εκστρατειών στο πρόσωπο αρχηγών που εξελέγησαν από διευρυμένα σώματα αποδεικνόει ότι οι αυτοί δεν αποτελούν πάντοτε την αιχμή της επικοινωνιακής στρατηγικής των κομμάτων τους. Αντιθέτως, σε ηγέτες οι οποίοι επιλέχθηκαν τόσο από ‘κλειστά’ όσο και από ‘ανοιχτά’ κομματικά ακροατήρια είναι εξίσου πιθανό να αποδοθεί ένας ‘δεύτερος ρόλος’. Διατρέχοντας τη σύγχρονη ιστορία των αναμετρήσεων για την ανάδειξη κομματικής ηγεσίας στο βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα, στο οποίο θεσπίστηκε ένα μικτό σύστημα επιλογής αρχηγού από την κοινοβουλευτική ομάδα και τα μέλη του κόμματος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και μελετώντας παράλληλα το περιεχόμενο της επικοινωνιακής στρατηγικής του κόμματος κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, συμπεραίνεται ότι η μεταβολή στον τρόπο εκλογής αρχηγών δεν συνοδευόταν πάντα από την αύξηση της προβολής του ηγέτη κατά την προεκλογική εκστρατεία. Βάσει των ευρημάτων αυτών, το κείμενο επισημαίνει, στη συνέχεια, ότι η άμεση εκλογή δεν τεκμηριώνει τη δυνατότητα του εκλεγμένου ηγέτη να επικρατήσει του αρχηγού του αντίπαλου κόμματος, στοιχείο που τελικά βαραίνει περισσότερο από την οργανωτική ισχύ του στην επιλογή του σημείου εστίασης της προεκλογικής εκστρατείας.