Με την πτώση της δικτατορίας, η ‘Δεξιά’, ως πολιτική ιδεολογία, φορτίστηκε στην Ελλάδα με αρνητικά στερεότυπα, που εντοπίζονται ιστορικά στο μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα. Αυτό οδήγησε σε μία ιδιότυπη πρόσληψη της κλασικής διαιρετικής τομής Αριστε- ρά/Δεξιά ως Δεξιά/Αντιδεξιά. Μολονότι υπάρχουν πολλές αναλύσεις για τις ιστορικές αιτίες αυτού του φαινομένου καθώς και για τον ρόλο των κομμάτων οτη διαμόρφωση αλλά και τη διατήρησή του, οι προεκτάσεις του στην εκλογική συμπεριφορά και γενικότερα στη διαμόρφωση της πολιτικής κουλτούρας κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί συστηματικά. Έτσι, ερωτήματα όπως γιατί η Νέα Δημοκρατία, που με βάση την κωδικοποίηση των εκλογικών της διακηρύξεων και προγραμμάτων παρουσιάζεται ως ένα σχετικά μετριοπαθές συντηρητικό κόμμα, εμφανίζεται από το εκλογικό σώμα, τουλάχιστον μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1990, ως το πιο δεξιό κόμμα εξουσίας στην Ευρώπη, μένουν ουσιαστικά αναπάντητα. Επικεντρώνοντας σ' αυτή ακριβώς την πτυχή της αντιδεξιάς διαιρετικής τομής, το άρθρο προτείνει ένα μοντέλο που επιτρέπει τη συστηματική διερεύνηση μιας ‘αντιδεξιάς προκατάληψης' και δείχνει ότι η τάση αυτή είναι λιγότερο εμφανής στους νέους ψηφοφόρους, στη γενιά, δηλαδή, που άρχισε να πολιτικοποιείται μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι αλλαγές στη φυσιογνωμία των δύο κομμάτων και η ομαλοποίηπη του κομματικού συστήματος έχουν οδηγήσει σε μια μερική μεταβολή της πρόσληψης της ελληνικής Δεξιάς από κατάλοιπο μιας ιδεολογικά μη νομιμοποιημένης πολιτικής πραγματικότητας σε μια νομιμοποιημένη πολιτική ιδεολογία, αντίστοιχη με εκείνη που εκπροσωπούν οι κομματικές οικογένειες του ίδιου ιδεολογικού φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη.