Ο ρόλος της Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ETΑ) στην οικονομία της γνώσης είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένος. Στη 'στρατηγική της Λισαβόνας', ένας από τους βασικούς στόχους είναι η μεγέθυνση του ερευνητικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αύξηση της δαπάνης για ΕΤΑ από 1,9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2000 σε 3% το 2010. Το ερευνητικό σύστημα της Ελλάδας δομήθηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μέσα από μία σειρά εθνικών αλλά και κοινοτικών παρεμβάσεων. Στο άρθρο αυτό δίδεται μία περιγραφή των προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν και των θεσμικών μέτρων που ελήφθησαν τα τελευταία 30 χρόνια. Διαπιστώνεται δυναμισμός και υψηλή ανταγωνιστικότητα του συστήματος ιδιαίτερα όσον αφορά την έρευνα ακαδημαϊκής κατεύθυνσης. Αντίθετα, ο τομέας των επιχειρήσεων εμφανίζει τη μεγαλύτερη υστέρηση. Συνολικά το μέγεθος του συστήματος είναι ακόμη αρκετά μικρό και, για τον λόγο αυτόν, οι επιπτώσεις του στην οικονομία είναι σημειακές και περιορισμένου βεληνεκούς. Ωστόσο, το ερευνητικό σύστημα αποτελεί ένα από τα ισχυρά συστατικά της ελληνικής οικονομίας και, με κατάλληλες παρεμβάσεις, μπορεί να την ωθήσει σε υψηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης. Με δεδομένη την υστέρηση στον τομέα των επιχειρήσεων, εναπόκειται στον ερευνητικό ιστό (ερευνητικά κέντρα, ΑΕΙ, TEI) να αναλάβει τον ρόλο της ατμομηχανής που θα σύρει ολόκληρο το σύστημα προς μία αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη. Από την πλευρά της, η πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον και τα κατάλληλα εργαλεία τα οποία θα υποστηρίζουν τα ισχυρό σημεία του ερευνητικού συστήματος και θα το προσανατολίσουν προς την παραγωγή όχι μόνο υψηλών ερευνητικών αλλά και σημαντικών οικονομικών αποτελεσμάτων. Η επίτευξη ενός τέτοιου 'ποιοτικού άλματος' δεν είναι εφικτή χωρίς πρόσθετους εθνικούς πόρους οι οποίοι, με ταχεία και ευέλικτη διαχείριση, θα υποστηρίξουν καινοτόμες δράσεις με γρήγορα αποτελέσματα..